Του Σταύρου Λυγερού
ΟΤΑΝ ΤΟ 2012 ο Ερντογάν ολοκλήρωνε μετά από δεκαετή ακήρυχτο πόλεμο τη στρατηγική νίκη του επί της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας φανταζόταν ότι το 2013 θα ήταν η χρονιά της πολιτικής παντοδυναμίας του. Τα γεγονότα, όμως, τον διέψευσαν. Τον περασμένο Μάιο-Ιούνιο βρέθηκε αντιμέτωπος με το κύμα των μαζικών διαδηλώσεων που αμφισβήτησαν την εξουσία του και ανέδειξαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «βαθιά Τουρκία» και στη δυτικότροπη Τουρκία που αντιστέκεται στην επιβολή της ισλαμικής ατζέντας των νεοοθωμανών.
Ο Ερντογάν κατάφερε να ξεπεράσει εκείνη την κρίση, επειδή ακριβώς συνεχίζει να εκφράζει τις σουνιτικές μάζες της Ανατολίας και, ως εκ τούτου, διατηρεί την εκλογική υπεροχή του. Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι θα τα καταφέρει εξίσου καλά και με τη νέα πολιτική πρόκληση, που αυτή τη φορά προέρχεται από το εσωτερικό του πολιτικού Ισλάμ και ονομάζεται «αδελφότητα Γκιουλέν».
Το κήρυγμα του Γκιουλέν συνδυάζει τον ισλαμισμό με δυτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Υποστηρίζει την ενσωμάτωση των μουσουλμάνων στον σύγχρονο κόσμο, αλλά με τρόπο που να διατηρούν τον συντηρητικό τρόπο ζωής στην ιδιωτική σφαίρα.
Οι αντιλήψεις του Γκιουλέν επηρέασαν βαθιά τον ιδεολογικό προσανατολισμό και διευκόλυναν τη μετεξέλιξη του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ από το μοντέλο του Ερμπακάν στο μοντέλο του Ερντογάν. Επικαθόρισαν την ιδεολογική φυσιογνωμία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Μεταξύ του κυβερνώντος νεοοθωμανικού κόμματος και της αδελφότητας υπάρχει και στενή πολιτικοοργανωτική διαπλοκή. Η αδελφότητα ξεκίνησε ως θρησκευτικό τάγμα και έχει μετεξελιχθεί σ’ ένα τεράστιο και παντοδύναμο θρησκευτικό-κοινωνικό και, εμμέσως πλην σαφώς, πολιτικό δίκτυο (με ετήσιο προϋπολογισμό περίπου 25 δισ. δολάρια), που έχει υπερβεί τα όρια της Τουρκίας. Το δίκτυο επιρροής περιλαμβάνει εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιχειρηματικούς ομίλους, τράπεζες και ΜΜΕ.